πολλαπλασίως

πολλαπλασίως
πολλαπλάσιος
many
adverbial
πολλαπλάσιος
many
masc acc pl (doric)
πολλαπλασιόω
multiply
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασίως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. πολλαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”